- βωλοκόπημα
- τοη διάλυση των βώλων του χώματος στο οργωμένο χωράφι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
OCCA — I. OCCA Graece βωλοκόπημα, instrumentum rusticum, de cuius usu mox. Ab occaedendo, vel occidendo, quod grandes terrae caedat glebas, Festo: ab occaecando fruges satas, i.e. sub terra occultando, Ciceroni. Aurea in minio, famil. Apelvoisin, in… … Hofmann J. Lexicon universale
βωλοκόπος — ο (Α βωλοκόπος) ο εργάτης ή ο γεωργός που κάνει το βωλοκόπημα νεοελλ. το βωλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + κόπος < κόπτω] … Dictionary of Greek
διβόλητος — και τός και τρος (Α) βωλοκόπημα, σβάρνισμα, δευτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίβολος. Ο τ. διβόλητρος, με επίθημα τρος, δηλωτικό οργάνου] … Dictionary of Greek
σβάρνισμα — το, Ν [σβαρνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβαρνίζω, η επεξεργασία τού εδάφους με σβάρνα, βωλοκόπημα … Dictionary of Greek
ξηρική καλλιέργεια — Σύστημα καλλιέργειας που μπορεί να αποβεί αποδοτικό σε συμπαγή εδάφη, σε μη αρδευόμενες ζώνες με κλίμα ημίξηρo. Αν και εφαρμόζεται από την αρχαιότητα, μόνο κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα μελετήθηκε ορθολογιστικά και αποτέλεσε τμήμα της… … Dictionary of Greek